-
1 παρασημον
τό1) отметка сбоку, пометка на полях, значок(παράσημα ποιεῖσθαι Arst.)
2) отличительный знак (герб и т.п.)(πόλεως, τῆς νεώς Plut.)
3) знак различия или достоинства(ἀρχῆς καὴ δυναστείας Plut.)
4) признак(τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.)
См. также в других словарях:
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek